θυροκρουστία

θυροκρουστία
θυροκρουστία, ἡ (Α)
πάπ. το χτύπημα τής θύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -κρουστία (< -κρούστης < κρούω), πρβλ. αντι-κρουστία, προδο-κρουστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”